Τοπική Κοινότητα Λιβαδερού

ο Λιβαδερό είναι ορεινή κοινότητα του Δήμου Σερβίων , του Νομού Κοζάνης.

Ιστορικό

Η παλαιά ονομασία του χωριού ήταν Μόκρο, που στα βουλγαρικά σημαίνει υγρό και μετονομάσθηκε μετά την Απελευθέρωση σε Λιβαδερό. Ο οικισμός ίσως υπήρχε από του 6ου ή 7ου αιώνα και μάλιστα η κατοίκηση του χωριού είναι συνεχής και αδιάκοπη από τους χρόνους εκείνους μέχρι και σήμερα, αφού διατηρεί την ίδια ονομασία. Από διάφορα ευρήματα στο εξωκλήσι της Αναλήψεως, πιθανολογείται ότι υπήρχε στη θέση αυτή κάποιο μοναστήρι, για το οποίο όμως δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες ή αναφορές σε γραπτά κείμενα των αρχείων της Ι. Μητροπόλεως ή της επαρχίας, ούτε και η παράδοση φέρνει τέτοιες μνήμες.

Απ’ όσο θυμάται ο σημερινός κόσμος της επαρχίας, ήταν πάντοτε από τα πολυπληθέστερα χωριά της περιοχής των Καμβουνίων και από τα πιο ορεινά, παλαιότερα δε και μέχρι τη δεκαετία του 1960 από τα πλέον δυσπρόσιτα και απομακρυσμένα, αφού από τα Σέρβια, που ήταν το Αστικό κέντρο της περιοχής, απέχει περί τα 20 χιλιόμετρα και οι δρόμοι ήταν δύσβατοι. Η μετάβαση των κατοίκων στην αγορά των Σερβίων και η επιστροφή ήταν προβληματική, ιδιαίτερα δε κατά τους χειμερινούς μήνες με τις βροχές, τα χιόνια και τις λάσπες. Μετά το 1950 έγινε κάποιος αμαξιτός χωματόδρομος και άρχισε κάποια συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση με αυτοκίνητα φορτηγά της λεγόμενης «άγονης γραμμής», και από το 1963 έγινε η παρακαμπτήρια εθνική οδός Κοζάνης–Λαρίσης μέσω Μεταξά και εντεύθεν του χρόνου αυτού αποκαταστάθηκε τακτική συγκοινωνία, αφού επεκτάθηκε λίγο αργότερα ασφαλτοστρωμένος δρόμος μέχρι το Λιβαδερό. Έσπασε έτσι η απομόνωση και το χωριό πήρε άλλη κίνηση και άλλη μορφή.

Τουρκοκρατία

Στο μεγαλύτερο διάστημα της Τουρκοκρατίας, ήταν ελεύθερο κεφαλοχώρι με αμιγή ελληνικό πληθυσμό, χωριό ορεινό και άγονο σε γεωργική παραγωγή, το οποίο περιοριζόταν στην καλλιέργεια και παραγωγή βρίζας, η οποία επίσης εξέλιπε κατά καιρούς και δεν επαρκούσε για τη διατροφή του πληθυσμού. Ο βιοπορισμός τους στηριζόταν περισσότερο στην κτηνοτροφία από γιδοπρόβατα, αγελάδες και χοιρινά. Διατηρούσαν κοπάδια από χοιρινά που τα εμπορεύονταν και προμήθευαν με μικρά χοιρίδια όλη την επαρχία Σερβίων. Ο Χαρίσιος Μιγδάνης περί τα 1820, αναφερόμενος στην επαρχία Σερβίων, μεταξύ άλλων σημειώνει:

Τα πεδινά χωριά κάμνουν αρκετά γεννήματα, λινάριον, κανάβιον, καπνόν. Τα ορεινά τα οποία είναι και τα περισσότερα είναι ολιγώτερον γεννηματοφόρα, οι κάτοικοι των αναπληρούσι την έλλειψιν μόνο με περίσσευσιν της κτηνοτροφίας από πρόβατα, αιγίδια, αγελάδια και χοίρους όπου γίνεται βαλάνιον.

Όταν ο Αλή πασάς λίγο πριν από το 1800 απέκτησε κάποιες αρμοδιότητες στο χώρο της Μακεδονίας, με τις επεκτατικές του επιδρομές και με διάφορους δόλιους και δυναστικούς τρόπους άρπαζε το ένα μετά το άλλο τα χωριά και τα μετέτρεπε σε τσιφλίκια. Τότε κατέστησε και το Λιβαδερό τσιφλίκι μαζί με τα άλλα χωριά των Καμβουνίων. Με επιστολές τους προς τον Μητροπολίτη οι ιερείς των χωρίων ήθελαν να μεσολαβήσει, ώστε να τους επιστραφεί τα κτήματα ή να τους καταβληθεί η αξία.

Με την εξόντωση του Αλή Πασά το Δεκέμβριο του 1820, τα κτήματα περιήλθαν στην ιδιοκτησία της σουλτανικής αρχής ως ιμπλιάκια, δηλαδή ως εθνικά κτήματα που τα καλλιεργούσαν οι χωρικοί, με την υποχρέωση να παραδίνουν το ένα τρίτο της παραγωγής σε χρήμα στους νέους σουμπασήδες που εγκαταστάθηκαν στα χωριά.

Κατά τον Ιούλιο του 1820, ο ληστής Γεώργιος Σουλιώτης μαζί με άλλους 40, έδεσαν τον αδερφό του Παπαγιάννη και άλλους δύο και πήραν 600 πρόβατα, όπως αναφέρεται σε επιστολή προς τον επίσκοπο ο Βενιαμίν ο Χατζή Χαλίλ Αγάς, γενικός φρούραρχος των περιοχών Χασίων, Σερβίων, Ελασώνος και Καϊλαρίου. Ο Γεώργιος Σουλιώτης πρέπει να ήταν από τους γνωστούς αρχηγούς των συμμοριών.

Τον καιρό εκείνο, οι σουλτανικές δυνάμεις βρίσκονταν σε πλήρη και δυναμική σύγκρουση με τις δυνάμεις του Αλή Πασά και επικρατούσε γενική σύγχυση και αναρχία στην ύπαιθρο της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Είχαν αναπτυχθεί οργανωμένες συμμορίες που ταλαιπωρούσαν την ύπαιθρο, οι οποίες δεν υπηρετούσαν κανένα εθνικό ή άλλο σκοπό ή ιδεολογία, δρούσαν απλώς με την ψυχολογία, τη νοοτροπία και την αντίληψη του ληστού.

Κατά την επανάσταση του 1854, το Λιβαδερό ήταν μεταξύ των επαναστατημένων χωριών, γι’ αυτό και οι Τούρκοι, παρά τις υποσχέσεις τους κατά τη συμφωνία που έγινε με την αποχώρηση των επαναστατών ότι δεν θα προχωρούσαν σε αντίποινα, βγήκαν στο χωριό, επιδόθηκαν σε λεηλασίες και έκαψαν και την εκκλησία της Παναγίας.

Από το έγγραφο της 2-6-1891 καταχωρημένο στον εκκλησιαστικό κώδικα 48 του Ιστορικού Αρχείου, φαίνεται ότι ο ιερέας Μόκρου Παπαδημήτριος κλήθηκε στα Σέρβια και φυλακίσθηκε χωρίς αιτία. Για πόσο χρόνο έμεινε φυλακισμένος και με ποιες συνθήκες και πότε απολύθηκε ή κάποια άλλα σχετικά δεν υπάρχουν πληροφορίες.

Από διάφορα έγγραφα που βρίσκονται στα αρχεία, φαίνεται ότι ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος, ενδιαφερόμενος για τα σχολεία όλης της Επαρχίας, είχε ιδιαίτερη αγάπη για το Λιβαδερό και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του της 15/8/1904, όπου μεταξύ άλλων σημειώνει: «…Όλα τα χωριά και τους χριστιανούς μας αγαπώμεν, αλλά το Μόκρον και τους Μοκριώτες περισσότερον, δια τούτο και θέλομεν το σχολείον χρόνον με το χρόνον να πηγαίνει εμπρός…Σας συμβουλεύω να ζητήσωμεν καλό δάσκαλον από την Μητρόπολιν…».

Νεότερη ιστορία

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1912 και για αρκετά χρόνια, όπως όλα τα χωριά των Χασίων ταλαιπωρήθηκε από τη δράση των ληστών και το κυνηγητό των Αστυνομικών Αρχών.

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου 1912-1940, δεν υπήρχε στην περιοχή και στο χωριό καμιά ιδιαίτερη έξαρση. Λειτούργησε σχολείο, οργανώθηκε η κοινότητα, αλλά η ζωή ήταν σκληρή. Δεν υπήρχαν γιατροί, συγκοινωνία και προστασία από το κράτος, εκτός από ένα μικρό Αστυνομικό σταθμό. Στα χρόνια αυτά, δεν προωθήθηκε ιδιαίτερα η αξιόλογα η οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή. Υπήρχαν μερικά τσελιγκάτα με μεγάλα κοπάδια, αλλά ο πολύς κόσμος ζούσε μέσα στην ανέχεια και σε άλλες δυσκολίες.

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (1941-1944), είχαν εγκατασταθεί αρχηγεία και στρατιωτικές ομάδες των αντάρτικων σωμάτων του ΕΛΑΣ και η πολιτική ηγεσία του ΕΑΜ. Λειτουργούσαν εκεί Λαϊκά Δικαστήρια και ασκούνταν όλες οι εξουσίες. Το Λιβαδερό είχε γίνει η πρωτεύουσα της επαναστατημένης περιοχής. Οι κάτοικοι, όπως φάνηκε και από τα μεταγενέστερα χρόνια, δε συμμετείχαν πολύ στο επαναστατικό κίνημα, καθώς διαφωνούσαν με τα πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά συνθήματα του κινήματος και με τους τρόπους που ενεργούσε. Κατά συνέπεια, μεταγενέστερα κατά τον Εμφύλιο του 1946-1949, αντιτάχθηκαν ενεργά κατά των ανταρτών, συγκροτώντας ένοπλες ομάδες κατά των επαναστατών.

Από τη λήξη του Ανταρτοπόλεμου και από τη δεκαετία του 1950 και μετά, στο Λιβαδερό παρατηρείται μια φυγή των κατοίκων είτε προς τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα είτε προς το εξωτερικό. Περισσότερα από 1500 άτομα έφυγαν προς Αυστραλία, Ελβετία, Δυτική Γερμανία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Αθήνα και Σέρβια, στο χωριό όμως υπήρχε οικονομική δραστηριότητα από όσους έφυγαν και από όσους έμειναν πίσω. Το χωριό ανοικοδομήθηκε εξ ολοκλήρου, κτίσθηκαν σπίτια και κοινοτικά κτίσματα, σχολεία, διαμορφώθηκαν πλατείες και άλλοι κοινόχρηστοι χώροι, κατασκευάστηκε ασφαλτοστρωμένος αυτοκινητόδρομος και το χωριό απέκτησε τακτική και άνετη συγκοινωνία. Από το 1969, το χωριό επίσης ηλεκτροδοτήθηκε.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σχετικές δημοσιεύσεις