Το επόμενο κείμενο είναι από το βιβλίο του φιλολόγου Παναγιώτη Λιούφη «Ιστορία της Κοζάνης» (1924).
«Περί Σερβίων ο Ιωάννης Κατακουζηνός αναφέρει τα εξής: «Πόλις δε ταύτα ου μικρά εν μεθορίοις Βοττιαίας και Θετταλίας· κείται δ’ η πόλις επί τίνος ανάντους του όρους προβολής, ευθύς εξ αρχής αυτή εαυτής μετεωροτέρα φαινομένη, και ούσα προϊόντι· επ’ αυτήν τε την ακρώρειαν καταλήγει τρισί διατειχίσματι διηρημένη, ως δοκείν έξωθεν τρεις είναι πόλεις κειμένας επαλλήλους, εκατέρωθεν τε φάραγγας περιβέβληται βαθείας, το δ’ από της πόλεως άχρι του επιπέδου και των φαράγγων, όσον μάλιστα οικείσθαι επιδέχεται, οικιών πεπλήρωται και ανθρώπων ου των πολλών μόνων, αλλά και των αρίστων εκ των πολιτών και εκ των στρατιωτών, οι ήσαν εγχώριοι πολλοί τε και αγαθοί· η τε πόλις, επαλλήλως τας οικίας έχουσα δια την από του τόπου θέσιν, ολίγας έχειν δοκεί οικίας πολυορόφους· οικείται δε τα μεν δυο τμήματα υπό των πολιτών· το δε τρίτον, άκρα ον, τω αρχόντι ανείται· έστι δε δυσπρόσοδος πανταχόθεν, και ου πάνυ ραδία προς τειχομαχίαν.»[1]
Εις ταύτην εξωρίζοντο υπό των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου οι ηγεμόνες και ισχύοντες, οι υπό δυσμένειαν υποπίπτοντες· εκ τούτου εξηγούνται και η πληθύς των ναών και μονών εν αυτή, ων ερείπια, ως είρηται, πάμπολλα μέχρι σήμερον σώζονται, και λείψανα φρουρίου επί στρατηγικοτάτης θέσεως, δεσποζούσης της στενής διαβάσεως από Μακεδονίας εις Θεσσαλίαν· οι εν εξορία διατελούντες εφιλοτιμούντο να ανιδρύωσιν εκ θεοσεβείας και προς μνήμην ιερά ιδρύματα. Η πόλις δεν παρεδόθη αλλ’ αντέστη επί 12 έτη· μετά δε την άλωσιν αυτής πολλοί των κατοίκων διεσκορπίσθησαν αλλαχού· διεσώζετο δε άσμα θρηνητικόν της αλώσεως, όπερ ήδον οι πρεσβύτεροι εκ παραδόσεως· παραθέτουμε ενταύθα στίχους τινάς του ιστορικού τούτου άσματος, επεξηγούντος ουσιώδη σημεία της αλώσεως:
Δώδεκα χρόνους έχω που πολεμώ
Δεν ΄μπορώ να πάρω το ΄ρημόκαστρο
Βγήκε κι ένα Τουρκόπουλο, Ρωμηογύρισμα
-Αφέντη μ’ βασιλέα, τ’ ειν’ το τάγμα σου
-Χίλια φλωριά στο χέρι κι εν’ άτι καλό
Και δυο σπαθιά ‘σημέινια για τον πόλεμο
-Ουδέ τ’ άσπρα σ’ θέλω, κι ουδέ τα φλωριά
Μον’ θέλω εγώ την κόρη από τα γυαλιά.
Πράσινα ρούχα βγάζει και ράσα έβαλε
Στην πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί
Άνοιξε πόρτα μ’ άνοιξε, πόρτα της ωρηάς….
……………………………………………………………
Κατά την παράδοσιν, χριστιανός εξωμότης υπόσχεται τω πολιορκούντι Τούρκω βασιλεί την άλωσιν της πόλεως, απαιτών μόνον ωραίαν τινά κόριν, έχουσα λαμπράν οικίαν μετά παραθύρων υάλινων. Εκβαλών δε τα πράσινα τουρκικά ενδύματα, και ιερατικά περιβαλλόμενος, εξαπατά τους φύλακας, και εισχωρήσας διευκολύνει την εισβολήν των πολιορκούντων.
Κατ’ άλλη παράδοσιν, θανόντος του ηγεμόνος της πόλεως Μάρκου (Μάρκος κατά τους χρόνους τούτους μνημονεύεται ο Μάρκος Κράλης ή Κράλεβιτς, κατέχων τα φρούρια Καστορίας και Σερβίων), και του θανάτου αυτού μυστικού τηρηθέντος, δια τον φόβον των πολιορκούντων, διάδοχος εγένετο η θυγάτηρ αυτού επί της εφημερίας του Χούπου· η δε άλωσις εγένετο εν καιρώ της Αναστάσεως, καθ΄ ην οι Τούρκοι δάδας προσδέσαντες επί των κεράτων αιγών διηύθυνον προς το μέρος της πύλης του φρουρίου· οι δ’ εν τω φρουρίω, χριστιανούς τούτους εκλαβόντες εκ των φώτων ηνέωξαν τα πύλας. Κατά την εισβολήν ώρμησεν ο ψευδοκαλόγερος, ίνα συλλάβει την βασιλίδα, ήτις έπεσεν από της οικίας υπέρ τα νυν Πόρτας, και εφονεύθη κρατήσασα μόνον εν τω στόματι τον δακτύλιον· διερράγησαν δε οι μαστοί αυτής εκ της πτώσεως, και γάλα έρευσε· διό και νυν οι γυναίκες αυτόσε ερχόμεναι μετά των χειρών επί την ράχιν κύπτωσιν, ως αι αίγες, και εις ευφορίαν γάλακτος βόσκουσιν το λεγόμενον γαλόχορτον. Υπό τον ολίγω μυθώδη τύπον της παραδόσεως υποκρύπτονται πάντως ιστορικά γεγονότα.
Έξω της πόλεως απέναντι του φρουρίου υπάρχει τόπος καλούμενος Σεϊτλίκ (Μαρτύριον) όπου ενεταφιάσθησαν οι κατά την πολιορκίαν πεσόντες, και όπου κατά Μάιον Τούρκοι και Τουρκίδες προσεύχονται. Κατά δε την τουρκικήν παράδοσιν ο Σουλτάν Βαγιαζήτ ελθών κατά τας εγγύς Βρύσες έδωκε το σχέδιον, ίνα κτισθή το εν τη πόλει νυν καλούμενον Βασιλικόν Τζαμίον (Ουνκιάρ Τζαμί). Κατά τον διαμελισμόν της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (1204) υπό των Λατίνων τα Σέρβια εδόθησαν τη μερίδι των Λομβαρδών και Γάλλων.»
https://eranistis.net/wordpress/
[1] Ιωάννης Κατακουζηνός Ιστοριών τομ. 3 κεφ.ιθ’ και Βιβλ. Β’ νγ’ – Γεώργ. Ακροπολίτης Χρονικά σελ. 141 και 149 – Άννα Κομνηνή Βιβλ. 5 σελ 252 – Ευφραίμ Ιστορ. Σελ 366 – Κεδρηνός 2, 335.